- αὐτοχειρί
- αὐτόχειρwith one's own handmasc/fem dat sgαὐτοχειρίwith one's own handindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοχειρί — αὐτοχειρί επίρρ. (AM) με τα ίδια τα χέρια κάποιου … Dictionary of Greek
αὐτόχειρι — αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοχειρία — η (AM αὐτοχειρία) [αυτόχειρ] αυτοκτονία αρχ. 1. φόνος που εκτελείται από τα ίδια τα χέρια κάποιου 2. το να εκτελεί κανείς κάτι με τα ίδια του τα χέρια 3. (η δοτ. ως επίρρ.) αὐτοχειρίᾳ αυτοχειρί … Dictionary of Greek
αὐτόχειρ' — αὐτόχειρα , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem acc sg αὐτόχειρι , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem dat sg αὐτόχειρε , αὐτόχειρ with one s own hand masc/fem nom/voc/acc dual αὐτόχειρα , αὐτόχειρος neut nom/voc/acc pl αὐτόχειρε , αὐτόχειρος … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)